-
1 макет
(модель) το πρόπλασμα, το πρότυπο, το ομοίωμα, η μακέταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > макет
-
2 ансамбль
ансамбль м 1) το σύνολο* * *м1) το σύνολοархитектурный анса́мбль — το αρχιτεκτονικό σύνολο
2) το συγκρότημαанса́мбль пе́сни и пля́ски — το συγκρότημα λαϊκών τραγουδιών και χορού
-
3 ансамбль
ансамбльм1. τό σύνολο[ν]:архитектурный \ансамбль τό ἀρχιτεκτονικό σύνολο;2. (художественный коллектив) τό καλλιτεχνικό συγκρότημα. -
4 ансамбль
-я α.1. το σύνολο, το ανσάμπλ•архитектурный ансамбль αρχιτεκτονικό σύνολο.
2. συγκρότημα (καλλιτεχνικό, θεατρικό κ.τ.τ.).